-
1 αὐθ-έντης
αὐθ-έντης, ὁ, zsgz. aus αὐτο-έντης (ἔντεα), unumschränkter Herr, Gewalthaber, χϑονός Eur. Suppl. 458; Sp.; wer Andern Macht wozu ertheilt, Urheber, πράξεως Pol. 23, 14; ἱεροσυλίας D. Sic. 16, 62; τῶν ἀνομημάτων 17, 4; Urheber eines Mordes, Antiph. III γ 4; wer den Mord mit eigener Hand vollbringt, Mörder, Her. 1, 117; Thuc. 3, 58; Eur. Rhes. 873 u. öfter; aber φόνος, ϑάνατος αὐϑ., mit eigener Hand vollbracht, Aesch. Eum. 203 Ag. 1554 Eur. Herc. fur. 839.
См. также в других словарях:
κόλαση — Θρησκευτικός όρος· σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, αποτελεί τον τόπο της αιώνιας τιμωρίας των αμαρτωλών ψυχών. Εκεί τιμωρούνται αιώνια οι άγγελοι που στασίασαν κατά του Θεού και όλοι οι αμαρτωλοί άνθρωποι. Η αντίληψη αυτή είναι… … Dictionary of Greek